Το θέατρο του δρόμου φαντάζει ένα από τα πιο απελευθερωμένα από τους επιτακτικούς κανόνες θεατρικά είδη, λειτουργεί έξω από τους περιορισμούς των εσωτερικών χώρων, έξω από τη συνθήκη συμβάσεως του διαχωρισμού των δύο κόσμων, της σκηνής και της πλατείας. Όμως, όπως νομοτελειακά συμβαίνει σ’ όλους τους τομείς δραστηριοτήτων των ανθρώπων, η απελευθέρωση από κάποιους κανόνες αμέσως οδηγεί στην υποταγή σε καινούριο σύστημα συμβάσεων.
Έτσι και στο είδος για το οποίο συζητάμε υπάρχουν συμβάσεις που ορίζουν το αισθητικό περίγραμμα του street theatre. Για παράδειγμα, η απουσία της ασφαλούς απόστασης από το κοινό, η φιλική και ανέμελη εγγύτητα, που σε μετάφραση στη γλώσσα επικοινωνίας σημαίνει αμοιβαία εμπιστοσύνη, σημαίνει συμμαχία με τους θεατές στην υλοποίηση του κοινού project. Αλήθεια, οποιαδήποτε «εσωτερικού χώρου» παράσταση υποφέρει αλλά μπορεί να υπάρξει με λίγους θεατές, ενώ μια παράσταση θεάτρου του δρόμου θέλει εύθυμα πλήθη γύρω της και δεν θα άντεχε με τίποτα τη μιζέρια της αδιαφορίας των περαστικών.
Μια άλλη σύμβαση που πρέπει να τηρείται είναι η προχειρότητα της εικαστικής πτυχής του δρώμενου, αναγόμενη σε αισθητική, με τα σκηνικά να μεταφέρονται εύκολα και θεαματικά και να στήνονται σε χρόνο μηδέν και ως μέρος του παιχνιδιού. Τα κοστούμια πρέπει να φέρουν σημάδια προχειρότητας και να είναι φτιαγμένα με αδρές πινελιές, που φτάνουν σε υπερβολή. Όμοιες αδρές πινελιές με υπερβολική μεγέθυνση, όμοια παιχνιδιάρικη ανεμελιά στα όρια του αυτοσχεδιασμού και του φλερτ με την ομήγυρη των θεατών πρέπει να χαρακτηρίζουν την υποκριτική μανιέρα. Κοιτάξτε πόσα «πρέπει» βρέθηκαν να καθορίζουν αυτό το φαινομενικά ελεύθερο είδος.
Όλες οι συμβάσεις του είδους τηρούνται στο «Ωδά κι εκειά» εις διπλούν, επειδή στην παραγωγή του Κέντρου Παραστατικών Τεχνών Μίτος η ομάδα υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Έλενας Αγαθοκλέους και του Λούκα Βαλέβσκι παριστάνει έναν περιοδεύοντα θίασο, ο οποίος με τη σειρά του στήνει τη βασισμένη στο «Χρονικό» του Μαχαιρά παράσταση. Διπλή υποκριτική υπερβολή, διπλό φλερτ με το κοινό, διπλή διάθεση αυτοσατιρισμού στα κοστούμια (Μυρτώ Σαρμά) και το μακιγιάζ, διπλή παιχνιδιάρικη προχειρότητα της σκηνικής κατασκευής και των αντικειμένων (Εύα Κοραή). Και ιδιάζουσα σχέση με το κείμενο, καθώς ο «θίασος» παρουσιάζει «τον ίδιο τον Μαχαιρά» (Μάριος Ιωάννου) και τις τρεις υπηρέτριές του (Έλενα Καλλινίκου, Μαρίνα Μακρή, Έλενα Αγαθοκλέους) να αναπαριστούν σκηνές από το «Χρονικό» σε μια κουζίνα, χρησιμοποιώντας ό,τι βρίσκεται γύρω τους, μπανάνες, κουτάλες, μαϊντανούς, κ.λπ.
Η επιλογή των ιστοριών είναι, φυσικά, αυτή που μπορεί να προκαλέσει κουτσομπολίστικη διέγερση σε μια διαχρονική κουζίνα, μια και η πολυστρωματικότητα του κειμένου του Μαχαιρά δικαιώνει και μια τέτοια οπτική. Το κείμενο επικεντρώνεται στον βίο του Πέτρου Α’, αλλά οι μπρος πίσω «ιστορικές» προεκτάσεις απλώνονται στην πολυαίωνη πορεία της Κύπρου. Η ουσία του θεατρικού εγχειρήματος έγκειται στην προσπάθεια να μεταδοθεί ο αυτοσαρκασμός των δημιουργών και στο κοινό τους.
Για την παράσταση της Λευκωσίας η Φανερωμένη ήταν η πλέον κατάλληλη για τον σκοπό της ομάδας, με την πληθώρα των εθνικών μνημείων και συμβόλων να συνυπάρχει με το πολύχρωμο πλήθος, με τις γάτες και τα ποδήλατα των παιδιών να διασχίζουν τη «σκηνή», με τις λογιών λογιών ξένες γλώσσες να σμίγουν με τα κυπριακά.
Συμπαθέστατη παράσταση.
Sorry, the comment form is closed at this time.